θωρακικῶν

θωρακικῶν
θωρακικός
suffering in the chest
fem gen pl
θωρακικός
suffering in the chest
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • μαλακόστρακα — Η μεγαλύτερη από τις εννέα ομοταξίες των καρκινοειδών, της οποίας έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 20.000 είδη. Τα μ. περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία μορφών σώματος, και οργανισμούς κατά πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε …   Dictionary of Greek

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • γναθικός — ή, ό [γνάθος] 1. ο σχετικός με το γνάθιο 2. ο σχετικός με τη γνάθο 3. φρ. «γναθικό πόδι», «γναθικός πους» ονομασία για τα τρία πρώτα ζευγάρια τών θωρακικών ποδιών τών Καρκινοειδών, με τα οποία πιάνουν την τροφή και τή μεταφέρουν στο στόμα …   Dictionary of Greek

  • κωπήποδα — (copepoda). Ομοταξία του φύλου των καρκινοειδών, η οποία υποδιαιρείται σε 9 τάξεις, 24 οικογένειες και περισσότερα από 8.000 είδη. Τα κ. έχουν επίμηκες σώμα, το οποίο χωρίζεται σε μεταμερή και αποτελείται από το κεφάλι που φέρει τα στοματικά… …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • μεσοπτερύγιο — το (Α μεσοπτερύγιον) νεοελλ. ζωολ. ο μεσαίος από τους τρεις κύριους χόνδρους τών θωρακικών πτερυγίων πολλών ψαριών αρχ. στον πληθ. τά μεσοπτερύγια τα μεσαία φτερά τής πτέρυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πτερύγιον (< πτέρυξ, πτέρυγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”